ἄγνωμον — ἀγνώμων ill judging masc/fem voc sg ἀγνώμων ill judging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκνάδραστον — ὀκνάδραστον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πᾱν πρᾱγμα ἄγνωμον» … Dictionary of Greek
προμανθάνω — Α 1. μαθαίνω προηγουμένως 2. (στον αόρ.) προέμαθον γνωρίζω εκ τών προτέρων, από προηγούμενη μάθηση («ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῑν», Πίνδ.) 3. (με αιτ.) α) προδιδάσκομαι ή συνηθίζω κάτι εκ τών προτέρων β) μαθαίνω κάτι σταδιακά ή μηχανικά («ἄθλους… … Dictionary of Greek
ԱՐԵՒԻՇՈՒՇՏ — ( ) NBH 1 0353 Chronological Sequence: Early classical ա. (որպէս թէ Արեւասուտ.) ἁγνώμον ingratus Ապաշնորհ. որ ոչ ճանաչէ զերախտիս կենաց եւ այլոց բարեաց, կամ դաւաճան կենաց. անմիտ, անճանաչօղ, ապերախտ. *Վասն է՞ր ʼի մեծացուցչէն վրիպեալ, եւ զչքաւորն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)